- ερασμιακός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Έρασμο: Ερασμιακή προφορά.2. οπαδός του Έρασμου, αυτός που δέχεται τη θεωρία του για την προφορά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας: Ερασμιακός φιλόλογος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.